ἐπίγειος — on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίγειος — α, ο (AM ἐπίγειος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στη γη, γήινος (σε αντίθεση προς τον ουράνιο) («επίγειος παράδεισος», «οὐράνιον ἄνθρωπον καὶ ἐπίγειον ἄγγελον» [για αγίους]) 2. εγκόσμιος ή κοσμικός (σε αντίθεση προς τον πνευματικό) 3. (για βλαστούς… … Dictionary of Greek
ἐπιγείω — ἐπίγειος on masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπίγειος on masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγείως — ἐπίγειος on adverbial ἐπίγειος on masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίγειον — ἐπίγειος on masc/fem acc sg ἐπίγειος on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραδιοφάρος — Επίγειος ραδιοπομπός, του οποίου η γεωγραφική θέση και τα χαρακτηριστικά σήματα που εκπέμπει είναι γνωστά ώστε πλοία ή αεροπλάνα να μπορούν, με τη λήψη των σημάτων αυτών, να καθοδηγηθούν στην περαιτέρω πορεία τους. Ο ρ. είναι ιδιαίτερα χρήσιμος… … Dictionary of Greek
ἐπιγείοις — ἐπίγειος on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγείου — ἐπίγειος on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγείους — ἐπίγειος on masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγείων — ἐπίγειος on masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)